- νιφετός
- νιφετόςfalling snowmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νιφετός — ο (Α νιφετός) χιόνι που πέφτει, πτώση χιονιού, χιονοθύελλα αρχ. 1. βροχή, υετός 2. μτφ. καθετί που πέφτει ραγδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ τού νείφει «χιονίζει + επίθημα ετός (πρβλ. υετός)] … Dictionary of Greek
νιφετοῖο — νιφετός falling snow masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετοῖς — νιφετός falling snow masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετοῖσι — νιφετός falling snow masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετοῖσιν — νιφετός falling snow masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετοί — νιφετός falling snow masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετοῦ — νιφετός falling snow masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετούς — νιφετός falling snow masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετῶν — νιφετός falling snow masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφετῷ — νιφετός falling snow masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)